Panhellenic Socialist Movement leadership election, 2007 — A leadership election was held on November 11, 2007 [http://www.pasok.gr/portal/gr//51605/7/7/1/showdoc.html PASOK party site] , Δηλώσεις Γιάννη Ραγκούση προς τους πολιτικούς συντάκτες μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,… … Wikipedia
αντιφρονώ — ( έω) 1. έχω αντίθετη γνώμη, διαφωνώ 2. οι αντιφρονούντες αυτοί που με συγκεντρώσεις, δηλώσεις ή δημοσιεύματα εκφράζουν τη διαφωνία τους προς ένα καθεστώς χωρίς να επιζητούν επαναστατικά την ανατροπή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + φρονώ. Η λ.… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πανάκεια — Γενικό φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι ορισμένα φυτά έχουν σχεδόν μαγικές ιδιότητες για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών και τους έδωσαν το όνομα π. Κατά τον Μεσαίωνα απέδιδαν αποτελεσματική δύναμη εναντίον οποιασδήποτε… … Dictionary of Greek
παραμορφώνω — παραμορφῶ, όω, ΝΜΑ 1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια») νεοελλ. 1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται… … Dictionary of Greek
προγραμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόγραμμα ή αυτός που γίνεται με βάση ένα πρόγραμμα («προγραμματικές δηλώσεις τής κυβέρνησης») φρ. 2. «προγραμματική μουσική» μουσ. κάθε σύνθεση με περιγραφικό ή διηγηματικό χαρακτήρα, η οποία… … Dictionary of Greek
πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… … Dictionary of Greek